βιβλιαφόρος

βιβλιαφόρος
βιβλιαφόρος, -ον (Α)
βλ. βιβλιοφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιαφόρος — letter carrier masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιαφόρον — βιβλιαφόρος letter carrier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιαφόρους — βιβλιαφόρος letter carrier masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιαφόρων — βιβλιαφόρος letter carrier masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφόρος — και βιβλιαφόρος, ο (Α) ο γραμματοκομιστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”